άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ελαίαγνος — Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των δικοτυλήδονων ελαιαγνιδών. Λέγεται και μοσχοϊτιά. Οι νεαροί βλαστοί του έχουν ασημόγκριζο χρώμα, ενώ ο κορμός και οι βραχίονες καστανό. Το ύψος της κόμης φτάνει τα 4 8 μ. Έχει επιμήκη φύλλα, που είναι… … Dictionary of Greek
θυμελαία — (Τhymelaea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των θυμελαιιδών, που αριθμεί περίπου 20 θαμνώδη είδη. Είναι πολυετής, πολύκλαδη πόα, με μικρά και άμισχα φύλλα. Έχει πρασινωπά ή κίτρινα, μικρά, πολύγαμα ή δίοικα άνθη και περιάνθιο συνήθως μόνιμο,… … Dictionary of Greek
ξανθόξυλο — (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά,… … Dictionary of Greek
πάναξ — (pαnαx). Δικοτυλίδονο φυτό της οικογένειας των Αραλιιδών, που αριθμεί περίπου 6 είδη. Ευδοκιμεί σε εύκρατες χώρες του βορείου ημισφαιρίου, κυρίως της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Είναι πόα πολυετής, κονδυλόρριζη, με όρθιο βλαστό που έχει ένα… … Dictionary of Greek
παριεταρία — (parietaria). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ουρτικιδών. Αριθμεί περισσότερα από 10 είδη, που ζουν σε εύκρατες περιοχές. Πρόκειται για πόες μονοετείς ή πολυετείς, τριχωτές, με φύλλα επαλλάσσοντα, έμμισχα και με παράφυλλα. Τα άνθη τους… … Dictionary of Greek
ρεεδία — (rheedia). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των γκουττιφόρων, με περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν στην τροπική Αμερική και τη Μαδαγασκάρη. Είναι δέντρα με κίτρινο γαλακτώδη χυμό, με φύλλα σκληρά και δερματώδη και άνθη δίοικα ή πολύγαμα επάνω σε… … Dictionary of Greek
στερκουλία — (sterculia). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των Στερκουλιιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της Ινδίας, Κίνας και της Κορέας. Έχει κόμη σφαιρική, ύψους έως 15 μέτρων, φλοιό πρασινωπό λείο, και φύλλα επαλλάσσοντα πολύ μεγάλα (0,30 μ.) μακρόμισχα,… … Dictionary of Greek
αρκτοκέφαλος — (arctocephalus). Πτερυγιόποδο θηλαστικό, της οικογένειας των ωταριιδών, γνωστό κυρίως ως θαλάσσια αρκούδα και μαλλιαρή φώκια. Οι α. έχουν σώμα μήκους 2,5 μ. και βάρους μέχρι 200 κιλά. Το ρύγχος τους είναι μικρό και o λαιμός τους κοντός, ενώ τα… … Dictionary of Greek